- πτωματικός
- η , ό[ν] трупный;
πτωματικόςή ακαμψία — трупное окоченение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτωματικόςή ακαμψία — трупное окоченение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτωματικός — ή, ό / πτωματικός, ή, όν, ΝΑ [πτῶμα, ατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πτώμα («πτωματική ακαμψία») αρχ. 1. ο επιληπτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πτωματικά τα φαινόμενα τής επιληψίας, ο σεληνιασμός … Dictionary of Greek
πτωματικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει σε πτώμα: Πτωματική ακαμψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτωματικούς — πτωματικός subject to epilepsy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)